Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

  Η Συχωρεμένη εδώ μου καθότανε, να ώ κατάστηθα πάνω από την καρδιά, εκεί που πλησιάζει με τον λαιμό και την ένιωθα να με πνίγει. Μού `κοβε ώρες και φορές την ανάσα. Μια ζωή φτώχεια ανεξήγητη. Θυμάμαι μια χρονιά ο πατέρας μου είχε παραγωγή 45 τόνους σιτάρι, πουλήθηκε και τα χρήματα πήγαν στην Αγροτική Τράπεζα, μα το χρέος παρέμενε το ίδιο. Αυτά που πλήρωσε ο πατέρας μου πήγαν στους τόκους. Το κεφάλαιο παρέμενε κεφάλαιο. Έτσι δεν μπορούσε να πάρει καλλιεργητικό δάνειο. Για να σπείρομε σιτάρι για την επόμενη χρονιά χρησιμοποιήσαμε την ποσότητα που είχαμε κρατήσει για να τρώμε. Η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη με γεωμετρική πρόοδο. Μετά από 45 τόνους σιτάρι δεν είχαμε σιτάρι να βγάλομε την χρονιά. Πήραμε τρικούρουπο σιτάρι, δηλαδή δανεικό με τον εξής τόκο: Στις εκατό οκάδες (δεν είχαμε κιλό) που πήραμε δανεικό τον Φλεβάρη έπρεπε να δώσομε εκατόν πενήντα τον αλωνάρη μήνα, δηλαδή μετά από τέσσερις μήνες. Ζούσαμε σε μια κοινωνία άπονη, σκληρή και απάνθρωπη! Από μικρά παιδιά δουλεύαμε σε όλες τις γεωργικές δουλειές και φυσικά δεν μας ένοιαζε καθόλου αυτό, γιατί ήμασταν ψημένοι. Μόλις που είχαμε βγει από το φοβερό καμίνι του πολέμου. Ήμασταν και τυχεροί γιατί επιζήσαμε. Τόσα άλλα παιδιά συνήλικα μας  δεν επέζησαν. Πήγαν με πρησμένη την κοιλιά στον Παράδεισο, να φάνε αυτά που δεν τα άφησαν να φάνε εδώ στον απάνω κόσμο. Καθημερινά είχαμε το κυνήγι του επιούσιου. Θέλαμε να γίνομαι πλούσιοι, δηλαδή τι πλούσιοι; Απλά, να έχομε χρήματα να αγοράσομε ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα παντελόνι, ένα σακάκι. Αυτές ήταν οι πολυτέλειες που θέλαμε, μην φανταστείτε ούτε καν για μια σοκολάτα, άλλωστε αγνοούσαμε την ύπαρξη της. Η φτώχεια ήταν γενική. Όλοι ήμασταν ξυπόλητοι. Όλοι φορούσαμε χιλιομπαλωμένα ρούχα. Οι μεγάλοι μας εμψύχωναν με κάθε τρόπο. Ο καλλίτερος ήταν το παραμύθι. Μας δραπέτευαν από την σκληρή ζωή και μας πήγαιναν σε παραμυθένιους κόσμους. Στους κόσμους αυτούς όλα ήταν εύκολα,
Τα πάντα ήταν σώπατο. Κάθε βράδυ μετά το παραμύθι πηγαίναμε στο κρεβάτι με την προσδοκία, πως αφού υπήρχαν αυτοί οι κόσμοι, γιατί να μην ζήσομε κάποια μέρα κι εμείς εκεί. Με την προσδοκία:
        Να `τανε λέει παραμύθι η ζωή
                                         Να `τανε λέει……
Περάσαμε δια πυρός και σιδήρου από το καμίνι της ζωής κι έχομε μείνει αθεράπευτο νοσταλγοί………
        Να `τανε λέει παραμύθι η ζωή
                                           Να `τανε λέει……….
Φτάσαμε(αισίως) 65 χρόνια μετά τον πόλεμο στο μνημόνιο! Μάλιστα, εγώ νομίζω πως γεννήθηκα με το μνημόνιο κι όλη μου η ζωή είναι ένα μνημόνιο! Κι ως εδώ στο διάολο,  (πες) καλά, το κακό είναι πως θα το κληρονομήσουν τα αγέννητα τρισέγγονα μου. Είμαστε μικρή χώρα κι οι μεγάλοι ευχαριστούνται καρπαζά επάνω μας.
   Θέλω να ευχαριστήσω τον καλό μου φίλο τον Σήφη Κοσόγλου για την φιλολογική επιμέλεια σε μια σειρά από  έργα μου.  Αυτή τη φορά δεν μου βρήκε ορθογραφικά λάθη. Το μόνο που μου διόρθωσε ήταν οι λέξεις γερμανός, γερμανία και όλα τα παράγωγα που πρέπει σύμφωνα με τη Γραμματική μας να γράφονται με κεφαλαία. Δεν του έκανα το χατήρι. Έζησα την φρίκη του πολέμου και γνωρίζω πως δεν τους αξίζει τίποτε το μεγάλο.  Ίσως θεωρηθεί μικρότητα εκ μέρους μου. Τη δέχομαι.
                         Στέλιοσκωστήσπυριδάκης

Ο πρόλογος αυτός είναι από το προσφατο βιβλίο μου «Η ΣΥΧΩΡΕΜΕΝΗ» και δεν τον καταχωρώ εδώ για διαφήμηση του βιβλίου, δεν πουλώ άλλωστε τα βιβλία μου, τα χαρίζω στους επισκέπτες του ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟΥ μου.  Τον αναρτώ γιατί φαίνεται  η κατάσταση που μας οδήγησε η γερμανία μετά την  πρώτη κατοχή και προσπαθεί να μας πάει τώρα με την δεύτερη κατοχή. στέλιοσκωστήσπυριδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου